Βιβλίο & Ποίηση


" Τα βιβλία είναι οι πιο ήσυχοι και σταθεροί φίλοι, οι πιο εύκολα προσβάσιμοι και σοφότεροι συμβουλάτορες και οι πιο υπομονετικοί δάσκαλοι". Κάρολος Γουίλιαμ Έλιοτ



"Ο ποιητής κάνει τον εαυτό του οραματιστή μέσα από μια μακριά, απεριόριστη και συστηματική αποδιοργάνωση όλων των αισθήσεων. 
Όλες οι μορφές έρωτα, πόνου, τρέλας . Διερευνά τον εαυτό του, εξαντλεί μέσα του όλα τα δηλητήρια και διατηρεί την πεμπτουσία τους. 
Δοκιμασία ακατανόμαστη, όπου θα χρειαστεί τη μεγαλύτερη πίστη, την υπεράνθρωπη δύναμη, όπου θα γίνει αυτός μέσα απ’όλους, ο μέγας σακάτης, ο μέγας αφορισμένος και ο υπέρτατος επιστήμων. Γιατί φτάνει το ά γ ν ω σ τ ο
‘Ετσι λοιπόν, τι κι αν καταστραφεί στην εκστατική πτήση του μέσα από πράγματα πρωτάκουστα, ακατονόμαστα"  ΑΡΘΟΎΡΟΣ ΡΕΜΠΏ 


Οδυσσέας Ελύτης (1911-1996)



ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ  (1959)
Πλεονάκις επολέμησάν με εκ νεότητός μου
και γαρ ουκ ηδυνήθησάν μοι 
ΨΑΛΜΟΣ ΡΚΗ'

Η ΓΕΝΕΣΙΣ

ΣΤΗΝ ΑΡΧΗ το φως Και η ώρα η πρώτη που τα χείλη ακόμη στον πηλό
δοκιμάζουν τα πράγματα του κόσμου Αίμα πράσινο και βολβοί στη γη χρυσοί
Πανωραία στον ύπνο της άπλωσε και η θάλασσα
γάζες αιθέρος τις αλεύκαντες
κάτω απ' τις χαρουπιές και τους μεγάλους όρθιους φοίνικες Εκεί μόνος αντίκρισα τον κόσμο
κλαίγοντας γοερά
Η ψυχή μου ζητούσε Σηματωρό και Κήρυκα
Είδα τότε θυμάμαι, τις τρεις Μαύρες Γυναίκες
να σηκώνουν τα χέρια κατά την Ανατολή
Χρυσωμένη τη ράχη τους και το νέφος που άφηναν
λίγο λίγο σβήνοντας δεξιά Και φυτά σχημάτων άλλων
Ήταν ο ήλιος με τον άξονά του μέσα μου
πολυάχτιδος όλος που καλούσε Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν, Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Ένιωσα ήρθε κι έσκυψε πάνω απ' το λίκνο μου
ίδια η μνήμη γινάμενη παρόν
τη φωνή πήρε των δέντρων, των κυμάτων:
«Εντολή σου» είπε «αυτός ο κόσμος
και γραμμένος μες στα σπλάχνα σου είναι
Διάβασε και προσπάθησε και πολέμησε» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε

Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
νέος δόκιμος Θεός για να πλάσει μαζί αλγηδόνα κι ευφροσύνη.
Πρώτα σύρθηκαν με δύναμη
και ψηλά πάνω από τα μπεντένια ξεκαρφώθηκαν πέφτοντας
οι Εφτά Μπαλτάδες 
καταπώς η Καταιγίδα
στο σημείο μηδέν όπου ευωδιάζει
απαρχής πάλι ένα πουλί
καθαρό παλιννοστούσε το αίμα
και τα τέρατα έπαιρναν την όψη ανθρώπου
Τόσο εύλογο το Ακατανόητο
Ύστερα και οι άνεμοι όλοι της φαμίλιας μου έφτασαν
τ' αγόρια με τα φουσκωμένα μάγουλα
και τις πράσινες πλατιές ουρές όμοια Γοργόνες
και άλλοι γέροντες γνώριμοι παλαιοί
οστρακόδερμοι γενειοφόροι
Και το νέφος εχώρισαν στα δύο Και αυτό πάλι
στα τέσσερα και το λίγο που απόμεινε φύσηξαν 
και ξαπόστειλαν στο Βορρά
Με πλατύ πάτησε πόδι στα νερά και αγέρωχος 
ο μέγας Κούλες
Η γραμμή του ορίζοντα έλαμψε
ορατή και πυκνή και αδιαπέραστη
ΑΥΤΟΣ ο πρώτος ύμνος.

ΚΑΙ ΑΥΤΟΣ αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο Αχειροποίητος
με το δάχτυλο έσυρε τις μακρινές
γραμμές
ανεβαίνοντας κάποτε ψηλά με οξύτητα
και φορές πιο χαμηλά οι καμπύλες απαλές
μία μέσα στην άλλη
στεριές μεγάλες που ένιωσα
να μυρίζουνε χώμα όπως η νόηση
Τόσο ήταν αλήθεια
που πιστά μ' ακολούθησε το χώμα
έγινε σε μεριές κρυφές πιο κόκκινο
και άλλου με πολλές μικρές πευκοβελόνες
Ύστερα πιο νωχελικά
οι λόφοι οι κατωφέρειες
άλλοτε και το χέρι αργό σε ανάπαυση
τα λαγκάδια οι κάμποι
κι άξαφνα πάλι βράχοι άγριοι και γυμνοί
δυνατές πολύ παρορμήσεις
Μια στιγμή που εστάθηκε να στοχαστεί
κάτι δύσκολο ή κάτι το υψηλό:
ο Όλυμπος, ο Ταΰγετος
«Κάτι που να σου σταθεί βοηθός
και αφού πεθάνεις» είπε
Και στις πέτρες μέσα τράβηξε κλωστές
κι απ' τα σπλάχνα της γης ανέβασε σχιστόλιθο
ένα γύρο σ' όλη την πλαγιά τα πλατιά στερέωσε
σκαλοπάτια
Εκεί μόνος απίθωσε
κρήνες λευκές μαρμάρινες
μύλους ανέμων
τρούλους ρόδινους μικρούς
και ψηλούς διάτρητους περιστεριώνες
Αρετή με τις τέσσερις ορθές γωνίες
Κι επειδή συλλογίστηκεν
ωραία που είναι στην αγκαλιά ο ένας του άλλου
γέμισαν έρωτα οι μεγάλες γούρνες
αγαθά σκύψανε τα ζώα μοσκάρια και αγελάδες
σαν να μην ήτανε στον κόσμο πειρασμός κανένας
και να μην είχαν γίνει ακόμη τα μαχαίρια
«Η ειρήνη θέλει δύναμη να την αντέξεις» είπε
και στροφή γύρω του κάνοντας μ' ανοιχτές παλάμες
έσπειρε φλόμους κρόκους καμπανούλες
όλων των ειδών της γης τ' αστέρια
τρυπημένα στο ένα φύλλο τους για σημείο καταγωγής
και υπεροχή και δύναμη

ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! 


ΑΛΛΑ ΠΡΙΝ ακούσω αγέρα η μουσική
που κινούσα σε ξάγναντο να βγω
(μιαν απέραντη κόκκινη άμμο ανέβαινα
με τη φτέρνα μου σβήνοντας την Ιστορία)
πάλευα τα σεντόνια Ήταν αυτό που γύρευα
και αθώο και ριγηλό σαν αμπελώνας
και βαθύ και αχάραγο σαν η άλλη όψη τ' ουρανού
Κάτι λίγο ψυχής μέσα στην άργιλο
Τότε είπε και γεννήθηκεν η θάλασσα
Και είδα και θαύμασα
Και στη μέση της έσπειρε κόσμους μικρούς κατ' εικόνα
και ομοίωσή μου:
Ίπποι πέτρινοι με τη χαίτη ορθή
και γαλήνιοι αμφορείς
και λοξές δελφινιών ράχες
η Ίος η Σίκινος η Σέριφος η Μήλος
«Κάθε λέξη κι από 'να χελιδόνι
για να σου φέρνει την άνοιξη μέσα στο θέρος» είπε
«Και πολλά τα λιόδεντρα
που να κρησάρουν στα χέρια τους το φως
κι ελαφρό ν' απλώνεται στον ύπνο σου
και πολλά τα τζιτζίκια
που να μην τα νιώθεις
όπως δε νιώθεις το σφυγμό στο χέρι σου
αλλά λίγο το νερό
για να το 'χεις Θεό και να κατέχεις τι σημαίνει ο λόγος του
και το δέντρο μονάχο του
χωρίς κοπάδι
για να το κάνεις φίλο σου
και να γνωρίζεις τ' ακριβό του τ' όνομα
φτενό στα πόδια σου το χώμα
για να μην έχεις που ν' απλώσεις ρίζα
και να τραβάς του βάθους ολοένα
και πλατύς επάνου ο ουρανός
για να διαβάζεις μόνος σου την απεραντοσύνη»


ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! 

«ΚΑΙ ΤΟΝ ΚΟΣΜΟ ΑΥΤΟΝ ανάγκη να τον βλέπεις και να τον
λαβαίνεις»
είπε: «Κοίταξε!» Και τα μάτια μου έριξαν τη σπορά
γρηγορότερα τρέχοντας κι από βροχή
τα χιλιάδες απάτητα στρέμματα
Σπίθες ρίζα μες στο σκότος πιάνοντας και νερών άξαφνων πίδακες
Η σιγή που εκχέρσωνα για ν' αποθέσω
γόνους φθόγγων και χρησμών φύτρα χρυσά
Το ξινάρι ακόμη μες στα χέρια μου
τα μεγάλα είδα κοντόποδα φυτά, γυρίζοντας το πρόσωπο
άλλα υλακώντας άλλα βγάζοντας τη γλώσσα:
Να το σπαράγγι να ο ριθιός
να το σγουρό περσέμολο
το τζεντζεφύλλι και το πελαργόνι
ο στύφνος και το μάραθο
Οι κρυφές συλλαβές όπου πάσχιζα την ταυτότητά μου ν' αρθρώσω
«Εύγε» μου είπε «και ανάγνωση γνωρίζεις
και πολλά μέλλει να μάθεις
αν το Ασήμαντο εμβαθύνεις
Και μια μέρα θα 'ρθει βοηθούς ν' αποκτήσεις
Θυμήσου:
τον αγχέμαχο Ζέφυρο
το ερεβοκτόνο ρόδι
τα φλεγόμενα ωκύποδα φιλιά»
Και ο λόγος του χάθηκε σαν ευωδιά
Η ώρα εννιά χτύπησε πέρδικα τη βαθιά καρδιά της ευφωνίας
αλληλέγγυα στάθηκαν τα σπίτια
και μικρά και τετράγωνα
με καμάρα λευκή και λουλακί πορτόφυλλο
Κάτω απ' την κληματαριά
ώρες εκεί ρέμβασα
με μικρά μικρά τιτιβίσματα
κοασμούς, τρυσμούς, το μακρινό κουκούρισμα:
Να το πιπίνι να το λελέκι
να το γυφτοπούλι
ο νυχτοπάτης και η νερόκοτα
ήταν και ο μπόμπιρας εκεί
και το αλογάκι που λεν της Παναγίας
Η στεριά με τα σκέλη μου γυμνά στον ήλιο
και πάλι δύο οι θάλασσες
και η τρίτη ανάμεσα -λεμονιές κιτριές μανταρινιές-
και ο άλλος μαΐστρος με τ' απάνω του αψηλό μπογάζι
αλλοιώνοντας τ' οζόνιο τ' ουρανού
Χαμηλά στων φύλλων τον πυθμένα
η τριβίδα η λεία
τ' αυτάκια των ανθών
κι ο θαλλός ο αδημονώντας και είναι


ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! 

ΥΣΤΕΡΑ και τον φλοίσβο ενόησα και τον μακρύ ατελείωτο
ψίθυρο των δέντρων
Είδα πάνω στο μόλο αραδιασμένα τα κόκκινα σταμνιά
και πιο σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
λάλησε πιο δυνατά ο βοριάς
Και είδα
Κόρες όμορφες και γυμνές και λείες ωσάν το βότσαλο
με το λίγο μαύρο στις κόχες των μηρών
και το πολύ και πλούσιο ανοιχτό στις ωμοπλάτες
να φυσούν όρθιες μέσα στην Κοχύλα
και άλλες γράφοντας με κιμωλία
λόγια παράξενα, αινιγματικά:
ΡΩΕΣ, ΑΛΑΣΘΑΣ, ΑΡΙΜΝΑ
ΟΛΗΙΣ, ΑΪΑΣΑΝΘΑ, ΥΕΛΤΗΣ
μικρές φωνές πουλιών και υακίνθων
ή άλλα λόγια του Ιουλίου
Σημαίνοντας οι έντεκα
πέντε οργιές του βάθους
πέρκες γοβιοί σπάροι
με πελώρια σβάραχνα και κοντές πρυμναίες ουρές
Ανεβαίνοντας έβρισκα σπόγγους
και σταυρούς θαλάσσης
και λιγνές αμίλητες ανεμώνες
και πιο ψηλά στα χείλη του νερού
πεταλίδες τριανταφυλλιές
και μισάνοιχτες πίνες και αρμυρήθρες
«Ακριβά λόγια» μου είπε «όρκοι παλαιοί
που έσωσε ο Καιρός και η σίγουρη ακοή των μακρινών ανέμων»
Και σιμά στο ξύλινο παραθυρόφυλλο
κει που κοιμόμουνα με το 'να πλάι
δυνατά στο στήθος μου έσφιξα το μαξιλάρι
και τα μάτια μου δάκρυα γιομάτα
Ήμουν στον έκτο μήνα των ερώτων
και στα σπλάχνα μου σάλευε σπόρος ακριβός


ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! 

«ΑΛΛΑ ΠΡΩΤΑ θα δεις την ερημιά και θα της δώσεις
το δικό σου νόημα» είπε
«Πριν από την καρδιά σου θα 'ναι αυτή
και μετά πάλι αυτή θ' ακολουθήσει
Τούτο μόνο να ξέρεις:
Ό,τι σώσεις μες στην αστραπή
καθαρό στον αιώνα θα διαρκέσει»
Και ψηλά πολύ πάνω απ' τα κύματα
έστησε τα χωριά των βράχων
Εκεί σκόνη έφτανε ο αφρός
άπλερη γίδα είδα να γλείφει τις ρωγμές
με το μάτι λοξό και το λίγο κορμί σκληρό σαν χαλαζίας
Έζησα τις ακρίδες και τη δίψα
και τα τραχιά στις αρμοσιές τους δάχτυλα
χρόνους τακτούς όσους η Γνώση ορίζει
Στα χαρτιά σκυφτός και στα βιβλία τ' απύθμενα
με σκοινί λιανό κατεβαίνοντας
νύχτες και νύχτες
το λευκό αναζήτησα ως την ύστατη ένταση
του μαύρου Την ελπίδα ως τα δάκρυα
Τη χαρά ως την άκρα απόγνωση
Να σταλθεί βοήθεια τότε κρίθηκε η στιγμή
και ο κλήρος έπεσε στις βροχές
κελαρύσανε όλη μέρα ρυάκια
έτρεξα σαν τρελός
στις πλαγιές έσχισα σχίνο και πολύ μύρτο μες στη φούχτα μου έδωσα
να δαγκάσουνε οι πνοές
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή
στις πλαγιές το ίδιο και στα σπλάχνα σου»
Και τα χέρια του άπλωσε όπως κάνει
γέροντας γνωστικός Θεός για να πλάσει μαζί πηλό και ουρανοσύνη
Λίγο μόλις πυράχτωσε τις κορφές
αλλ' αδάγκωτο πράσινο στις ρεματιές το χόρτο κάρφωσε
μέντα λεβάντα λουίζα
και μικρές πατημασιές αρνιών
ή αλλού πάλι από τα ύψη πέφτοντας
οι ψιλές κλωστές το ασήμι, δροσερά μαλλιά κοπέλας που είδα
και που επόθησα
Υπαρκτή γυναίκα
«Η αγνότητα» είπε «είναι αυτή»
και γεμάτος λαχτάρα χάιδεψα το σώμα
φιλιά δόντια με δόντια· ύστερα ένας μες στον άλλο
Τρικύμισα
όπως κάβος πάτησα βαθιά
που αέρα πήρανε οι σπηλιές
Ηχώ με το λευκό σαντάλι πέρασε μια στιγμή
γοργά κάτω από τα νερά η ζαργάνα
και ψηλά το λόφο έχοντας πόδι Και τον ήλιο κεφάλι κερασφόρο
ν'ανεβαίνει  Αβάδιστος είδα  Ο Μέγας Κριός
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
ψιθύρισε όταν ρώτησα:
- Τι το καλό; Τι το κακό;
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό πάνω ισορροπείς και υπάρχεις
κι απ' αυτό πιο πέρα ταραχή και σκότος
κι απ' αυτό πιο πίσω βρυγμός των αγγέλων
-Ένα σημείο Ένα σημείο
και σ' αυτό μπορείς απέραντα να προχωρήσεις
ή αλλιώς τίποτε άλλο δεν υπάρχει πια
Κι ο Ζυγός που, ανοίγοντας τα χέρια μου, έμοιαζε
να ζυγιάζει το φως και το ένστικτο ήτανε


ΑΥΤΟΣ
ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας! 

ΕΠΕΙΔΗ ΚΑΙ ΟΙ ΩΡΕΣ γύριζαν όπως οι μέρες
με πλατιά μενεξεδένια φύλλα στο ρολόι του κήπου
Δείχτης ήμουν εγώ
Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη
ο Ιούνιος ο Ιούλιος ο Αύγουστος
Έδειχνα την ανάγκη που μου ερχόταν άρμη
καταπρόσωπο Έντομα κοριτσιών
Μακρινές αστεροπές της Ίριδας -
«Όλα τούτα καιρός της αθωότητας
ο καιρός του σκύμνου και του ροδαμού
ο πολύ πριν την Ανάγκη» μου είπε
Και τον κίνδυνο έσπρωξε με το 'να δάχτυλο
Στην κορφή του κάβου φόρεσε μελανό φρύδι
Από μέρος άγνωστο φώσφορο έχυσε
«Για να βλέπεις» είπε «από μέσα
στο κορμί σου
φλέβες κάλιο, μαγγάνιο
και τ' αποτιτανωμένα
παλαιά κατάλοιπα του έρωτα»
Και πολύ τότε σφίχθηκε η καρδιά μου
ήταν το πρώτο τρίξιμο του ξύλου μέσα μου
μιας νυχτός που εσίμωνε ίσως
η φωνή του γκιόνη
κάποιου που είχε σκοτωθεί
το αίμα γυρίζοντας πάνω στον κόσμο
Είδα πέρα, μακριά, στην άκρια της ψυχής μου
μυστικά να διαβαίνουνε
φάροι ψηλοί ξωμάχοι Στους γκρεμούς τραβερσωμένα κάστρα
Τ' άστρο της τραμουντάνας Την αγία Μαρίνα με τα δαιμονικά
Και πολύ πιο βαθιά πίσω απ' τα κύματα
στο Νησί με τους κόλπους των ελαιώνων
Μια στιγμή μου εφάνηκε θωρούσα Εκείνον
που το αίμα του έδωσε να σαρκωθώ
τον τραχύ του Αγίου δρόμο ν' ανεβαίνει
μια φοράν ακόμη
Μια φοράν ακόμη
στα νερά της Γέρας ν' ακουμπά τα δάχτυλα
και τα πέντε ν' ανάβουνε χωριά
ο Παπάδος ο Πλακάδος ο Παλαιόκηπος
ο Σκόπελος και ο Μεσαγρός
εξουσία και κλήρος της γενιάς μου.
«Αλλά τώρα» είπε «η άλλη σου όψη
ανάγκη ν' ανεβεί στο φως»
και πολύ πριν με το νου μου βάλω
ή σημάδι φωτιάς ή σχήμα τάφου
Κατά κει που δεν έσωνε κανείς να δει
με τα χέρια εμπρός του
σκύβοντας
τα μεγάλα ετοίμασε Κενά στη γη
και στο σώμα του ανθρώπου:
το κενό του Θανάτου για το Βρέφος το Ερχόμενο
το κενό του Φονικού για τη Δικαία Κρίση
το κενό της Θυσίας για την Ίση Ανταπόδοση
το κενό της Ψυχής για την Ευθύνη του Άλλου
Και η Νύχτα πανσές
παλιάς
πριονισμένης από νοσταλγία Σελήνης
με του έρημου μύλου τα χαλάσματα και την άκακη ευωδιά τής κόπρου
πήρε μέρος μέσα μου
Διαστάσεις άλλαξε στα πρόσωπα· μοίρασε αλλιώς τα βάρη
Το σκληρό μου σώμα ήταν η άγκυρα κατεβασμένη
μέσα στους ανθρώπους
όπου ήχος άλλος κανείς
μόνο γδούποι γόοι και κοπετοί
και ρωγμές επάνω στην ανάστροφη όψη
Ποιας φυλής ανύπαρχτης ο γόνος να 'μουν
τότε μόνο ενόησα
που η σκέψη του Άλλου
διαγώνια σαν ακμή γυαλιού
και Ορθόν ως πέρα με χάραζε
Είδα μέσα στα σπίτια καθαρά σαν να μην ήταν τοίχοι
με το λύχνο στο χέρι να περνούν γερόντισσες
τα χαράκια στο μέτωπο και στο ταβάνι
και άλλοι νέοι με το μουστάκι που έζωναν άρματα στη μέση τους
αμίλητοι
δύο δάχτυλα πάνω στη λαβή
εδώ κι αιώνες.
«Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και δε γίνεται Αυτοί χωρίς Εσένα
και δε γίνεται μ' Αυτούς χωρίς, Εσύ
Βλέπεις» είπε «είναι οι Άλλοι
και ανάγκη πάσα να τους αντικρίσεις
η μορφή σου αν θέλεις ανεξάλειπτη να 'ναι
και να μείνει αυτή.
Επειδή πολλοί φορούν το μελανό πουκάμισο
και άλλοι μιλούν τη γλώσσα των χοιρογρυλλίων
και είναι οι Ωμοφάγοι και οι Άξεστοι του Νερού
οι Σιτόφοβοι και οι Πελιδνοί και οι Νεοκόνδορες
ορμαθός και αριθμός των άκρων του σταυρού
της Τετρακτίδος.
Αν αλήθεια κρατήσεις και τους αντικρίσεις» είπε
«η ζωή σου θ' αποκτήσει αιχμή και θα οδηγήσεις» είπε
«Ο καθείς και τα όπλα του» είπε
Και αυτός αλήθεια που ήμουνα Ο πολλούς αιώνες πριν
Ο ακόμη χλωρός μες στη φωτιά Ο άκοπος απ' τον ουρανό
Πέρασε μέσα μου Έγινε
αυτός που είμαι
Η ώρα τρεις της νύχτας
λάλησε μακριά πάνω απ' τα παραπήγματα
ο πρώτος πετεινός
Είδα για μια στιγμή τους Όρθιους Κίονες τη Μετόπη με Ζώα Δυνατά
και Ανθρώπους φέρνοντας Θεογνωσία
Πήρε όψη ο Ήλιος  Ο Αρχάγγελος  ο αεί δεξιά μου


ΑΥΤΟΣ εγώ λοιπόν
και ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας!



Η ΑΥΛΗ ΤΩΝ ΠΡΟΒΑΤΩΝ 
Ειπεν ο λαος μου: το δικαιο που μου διδαξαν επραξα και ιδου αιωνες
αποκαμα ν' απαντεχω εξω απο την κλειστη θυρα της αυλης των προβατων.
Γνωριζε τη φωνη μου το ποιμνιο και στην καθε σφυριγματια μου
αναπηδουσε και βελαζε. Αλλοι ομως, και πολλες φορες ιο ιδιοι που πενευανε
την καρτερια μου, απο δεντρα και μαντρες πηδωντας, επατουσανε πρωτοι
το ποδι αυτοι μες στη μεση της αυλης των προβατων. Και ιδου παντα γυμνος
εγω και χωρις ποιμνιο κανενα, στεναζεν ο λαος μου. Και στα δοντια του
γυαλιζεν η αρχαια πεινα, και η ψυχη του ετριξε πανω στην πικρα της καθως
που τριζει επανω στο χαλικι το αρβυλο του απελπισμενου.

Τοτες αυτοι που κατεχουνε τα πολλα, ν' ακουσουνε τετοιο τριξιμο,
τρομαξαν. Επειδη το καθε σημαδι καταλεπτως γνωριζουνε και συχνα, μιλια
μακρια διαβαζουνε στο συμφερον τους. Παρευθυς λοιπον τα πεδιλα τ'
απατηλα ποδεθηκαν. Και μισοι πιανοντας τους αλλους μισους, απο τό 'να
και τ' αλλο μερος τραβουσανε, τετοια λογια λεγοντας: αξια και καλα τα εργα
σας, και οριστε αυτη αυτη που βλεπετε η θυρα η κλειστη της αυλης των
προβατων. Ασηκωστε το χερι και μαζι σας εμεις, και  φροντιδα δικη μας η
φωτια και το σιδερο. Σπιτικα μη φοβαστε, φαμελιες μη λυπαστε, και ποτε
σε γιου ή πατερα ή μικρου αδερφου τη φωνη, πισω μη κανετε. Ειδέ τυχει
κανεις απο σας κι ή φοβηθει κι ή λυπηθει κι ή κανει πισω, να ξερει: επανω
του η φωτια που φεραμε και το σιδερο.

Και το λογο τους πριν αποσωσουν ειχε παρει ν' αλλαζει ο καιρος,
μακρια στο μαυραδι των νεφων και σιμα στο κοπαδι των ανθρωπων. Σα να
περασε αγερας χαμηλα βογγωντας και ν' αποριξε αδεια τα κορμια, διχως
μια σταλα θυμηση. Το κεφαλι μπλαβο και αλαλα αψηλα στραμμενο, μα το
χερι βαθια μεσα στην τσεπη, γραπωμενο απο κομματι σιδερο, της φωτιας
ή απ' τ' αλλα, πό 'χουν τη μυτη σουγλερη και την κοψη αθερα. Και βαδιζανε
καταπανου στον εναν ο αλλος, μη γνωριζοντας ο ενας τον αλλο. Και
σημαδευε κατα πατερα ο γιος και κατ' αδερφου μικρου ο μεγαλος. Που
πολλα σπιτικα πομεινανε  στη μεση, και πολλες γυναικες απανωτα δυο και
τρεις φορες μαυροφορεσανε. Και που αν εκανες να βγεις λιγακι παραοξω,
τιποτε. Μονο αγερας βουιζοντας μεσα στα μεσοδοκια και στα λιγα καμενα
λιθαρια μεριες-μεριες οι καπνοι βοσκωντας τα κουφαρια των σκοτωμενων.

Μηνες τριαντα τρεις και πλεον βαστηξε το Κακο. Που τη θυρα
χτυπουσανε ν' ανοιξουνε της αυλης των προβατων. Και φωνη προβατου
δεν ακουστηκε παρεχτος επανω στο μαχαιρι. Και φωνη θυρας ουτε,
παρεχτος στην ωρα που 'γερνε μες στις φλογες τις υστερες να καει.
Επειδη αυτος ο λαος μου η θυρα και αυτος ο λαος μου η αυλη και το
ποιμνιο των προβατων.

ΤΑ ΠΑΘΗ
        Α'
Ιδού εγώ λοιπόν
ο πλασμένος για τις μικρές Κόρες και τα νησιά του Αιγαίου·
ο εραστής του σκιρτήματος των ζαρκαδιών
και μύστης των φύλλων της ελιάς·
ο ηλιοπότης και ακριδοκτόνος.
Ιδού εγώ καταντικρύ
του μελανού φορέματος των αποφασισμένων
και της άδειας των ετών, που τα τέκνα της άμβλωσε,
γαστέρας το άγγρισμα!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, πάλι μόνη, να σε, στα Στενά!
Στα Στενά τα χέρια μου άνοιξα
Στα Στενά τα χέρια μου άδειασα
κι άλλα πλούτη δεν είδα, κι άλλα πλούτη δεν άκουσα
παρά βρύσες κρύες να τρέχουν
Ρόδια ή Ζέφυρο ή Φιλιά.
Ο καθείς και τα όπλα του, είπα:
Στα Στενά τα ρόδια μου θ' ανοίξω
Στα Στενά φρουρούς τους ζέφυρους θα στήσω
τα φιλιά τα παλιά θ' απολύσω που η λαχτάρα μου άγιασε!
Λύνει αέρας τα στοιχεία και βροντή προσβάλλει τα βουνά.
Μοίρα των αθώων, είσαι η δική μου η Μοίρα!

       Β'

Τη γλώσσα μου έδωσαν ελληνική·
το σπίτι φτωχικό στις αμμουδιές του Όμηρου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Όμηρου.
Εκεί σπάροι και πέρκες
ανεμόδαρτα ρήματα
ρεύματα πράσινα μες στα γαλάζια
όσα είδα στα σπλάχνα μου ν' ανάβουνε
σφουγγάρια, μέδουσες
με τα πρώτα λόγια των Σειρήνων
όστρακα ρόδινα με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα μαύρα ρίγη.
Εκεί ρόδια, κυδώνια
θεοί μελαχρινοί, θείοι κι εξάδελφοι
το λάδι αδειάζοντας μες στα πελώρια κιούπια·
και πνοές από τη ρεματιά ευωδιάζοντας
λυγαριά και σχίνο
σπάρτο και πιπερόριζα
με τα πρώτα πιπίσματα των σπίνων
ψαλμωδίες γλυκές με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα πρώτα Δόξα Σοι!
Εκεί δάφνες και βάγια
θυμιατό και λιβάνισμα
τις πάλες ευλογώντας και τα καριοφίλια.
Στο χώμα το στρωμένο με τ' αμπελομάντιλα
κνίσες, τσουγκρίσματα
και Χριστός Ανέστη
με τα πρώτα σμπάρα των Ελλήνων.
Αγάπες μυστικές με τα πρώτα λόγια του Ύμνου.
Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου, με τα πρώτα λόγια του Ύμνου!

α'

Στον πηλο το στομα  *  μου ακομη και σε ονομαζε
Ροδινο νεογνο             *  στικτή πρωτη δροσια
Κι απο τοτε σού πλαθε  *  βαθια χαραματα
Τη γραμμη των χειλιων  *  και τον καπνο της κομης
Την αρθρωση σού 'δινε  *  και στο λαμδα και στο εψιλον23
Την αερινη ασφαλτη     *  περπατηξια

Κι απ' την ιδια εκεινη  *  στιγμη μεσα μου ανοιγοντας
Αγνωστη φυλακη          *  φαια κι ασπρα πουλια
Στον αιθερα εριζοντας  *  ανεβηκαν κι ενιωσα
Πως για σενα τα αιματα  *  για σενα τα δακρυα
Στους αιωνες το παλεμα  *  το φριχτο και το υπεροχο
Η σαγηνη για σενα και     *  η ομορφια

Στα πνευστα των δεντρων  *  και κρουοντας ο πυρριχιος
Δορατα και σπαθια              *  να λες ακουσα Εσυ
Μυστικα προσταγματα       *  και παρθενοβιωτα
Με την εκλαμψη πρασινων  *  αστερων λογια
Και πανω απ' την αβυσσο    *  αιωρουμενη γνωρισα
ΤΟΥ ΣΠΑΘΙΟΥ ΣΟΥ ΤΗΝ ΚΟΨΗ  *  ΤΗΝ ΤΡΟΜΕΡΗ!


Γιάννης Ρίτσος 

 "Τα ερωτικά"




- Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον
- Γυμνὸ σῶμα
- Σάρκινος λόγος









Μικρὴ σουΐτα σὲ κόκκινο μεῖζον

Ι.
Πλῆθος λεμόνια
ἐπάνω στὸ τραπέζι
στὶς καρέκλες
στὸ κρεβάτι

κίτρινες λάμψεις
τρέχουν τὸ σῶμα σου
μ᾿ ἀρέσει ποὺ βρέχει
νύχτα μὲ χίλια λεμόνια
καὶ ξαφνικὰ ὁ φακὸς τοῦ δασοφύλακα
νὰ σταματάει τοὺς βρεγμένους λαγοὺς
στὰ πισινά τους πόδια. 
Διακοφτὸ 18.11.80

ΙΙ.
Ὢ ἀλάνθαστο σῶμα πόσα καὶ πόσα λάθη μ᾿ ἕνα μικρὸ διαβατικὸ φεγγάρι
στὰ γυμνὰ δέντρα τοῦ πεζοδρομίου ἀδειοῦχοι στρατιῶτες καπνίζουν
κάτω ἀπ᾿ τὸ ὑπόστεγο
βρέχει ὅλη μέρα ἀκούω τὸ νερὸ νὰ κυλάει ἀτέλειωτο
ἀπ᾿ τὰ λούκια στὸ δρόμο παρότι τὸ ξέρω
αὐτὸ τὸ εἰσιτήριο εἶναι ἐκπρόθεσμο πιά. 
Ἀθήνα 18.11.80

ΙΙΙ.
Τὸ σῶμα -λέει-
στὴ γενική: τοῦ σώματος
καὶ γενικὰ τὸ σῶμα
ἄλλη λέξη πυκνότερη δὲν ἔχω
παίρνω τὴ νάϋλον σακούλα
μπαίνω στὰ λαϊκὰ ἑστιατόρια
μαζεύω ψαροκόκαλα
γιὰ τὶς ἄγριες γάτες τῆς γειτονιᾶς
στὰ διαλείματα -λέει-
κουβεντιάζω μὲ τοὺς μουσικοὺς
στὰ σκοτεινὰ παρασκήνια-
τί ἀπέραντη ἀπόσταση διανύω
ἀπ᾿ τὸ σῶμα σου
ἕως τὸ σῶμα σου. 
Ἀθήνα 19.11.80 

Γυμνὸ σῶμα

Ι.
Εἶπε:
ψηφίζω τὸ γαλάζιο.
Ἐγὼ τὸ κόκκινο.
Κι ἐγώ. 
 
Τὸ σῶμα σου ὡραῖο
Τὸ σῶμα σου ἀπέραντο.
Χάθηκα στὸ ἀπέραντο.

Διαστολὴ τῆς νύχτας.
Διαστολὴ τοῦ σώματος.
Συστολὴ τῆς ψυχῆς.

Ὅσο ἀπομακρύνεσαι
Σὲ πλησιάζω. 
Ἕνα ἄστρο
ἔκαψε τὸ σπίτι μου.

Οἱ νύχτες μὲ στενεύουν
στὴν ἀπουσία σου.
Σὲ ἀναπνέω.

Ἡ γλῶσσα μου στὸ στόμα σου
ἡ γλῶσσα σου στὸ στόμα μου-
σκοτεινὸ δάσος.
Οἱ ξυλοκόποι χάθηκαν
καὶ τὰ πουλιά.

Ὅπου βρίσκεσαι
ὑπάρχω. 
Τὰ χείλη μου
περιτρέχουν τ᾿ ἀφτί σου.

Τόσο μικρὸ καὶ τρυφερὸ
πῶς χωράει
ὅλη τὴ μουσική;

Ἡδονή-
πέρα ἀπ᾿ τὴ γέννηση,
πέρα ἀπ᾿ τὸ θάνατο.
Τελικὸ κι αἰώνιο
παρόν.

Ἀγγίζω τὰ δάχτυλα
τῶν ποδιῶν σου.
Τί ἀναρίθμητος ὀ κόσμος.

Μέσα σε λίγες νύχτες
πῶς πλάθεται καὶ καταρρέει
ὅλος ὁ κόσμος;

Ἡ γλῶσσα ἐγγίζει
βαθύτερα ἀπ᾿ τὰ δάχτυλα.
Ἑνώνεται.

Τώρα
μὲ τὴ δική σου ἀναπνοὴ
ρυθμίζεται τὸ βῆμα μου
κι ὁ σφυγμός μου. 
Δυὸ μῆνες ποὺ δὲ σμίξαμε.
Ἕνας αἰῶνας
κι ἐννιὰ δευτερόλεπτα.

Τί νὰ τὰ κάνω τ᾿ ἄστρα
ἀφοῦ λείπεις; 
Μὲ τὸ κόκκινο τοῦ αἵματος εἶμαι.
Εἶμαι γιὰ σένα. 
Ἀθήνα 24.9.80 

Σάρκινος λόγος



Ι.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. Μὲ τρομάζει ἡ ὀμορφιά σου. Σὲ πεινάω. Σὲ διψάω.
Σοῦ δέομαι: Κρύψου, γίνε ἀόρατη γιὰ ὅλους, ὁρατὴ μόνο σ᾿ ἐμένα.
Καλυμένη ἀπ᾿ τὰ μαλλιά ὡς τὰ νύχια τῶν ποδιῶν μὲ σκοτεινὸ διάφανο πέπλο
διάστικτο ἀπ᾿ τοὺς ἀσημένιους στεναγμοὺς ἐαρινῶν φεγγαριῶν.
Οἱ πόροι σου ἐκπέμπουν φωνήεντα, σύμφωνα ἰμερόεντα.
Ἀρθρώνονται ἀπόρρητες λέξεις. Τριανταφυλλιὲς ἐκρήξεις ἀπ᾿ τὴ πράξη τοῦ ἔρωτα.
Τὸ πέπλο σου ὀγκώνεται, λάμπει πάνω ἀπ᾿ τὴ νυχτωμένη πόλη μὲ τὰ ἠμίφωτα μπάρ,
τὰ ναυτικὰ οἰνομαγειρεῖα.
Πράσινοι προβολεῖς φωτίζουνε τὸ διανυκτερεῦον φαρμακεῖο.
Μιὰ γυάλινη σφαῖρα περιστρέφεται γρήγορα δείχνοντας τοπία τῆς ὑδρογείου.
Ὁ μεθυσμένος τρεκλίζει σὲ μία τρικυμία φυσημένη ἀπ᾿ τὴν ἀναπνοὴ τοῦ σώματός σου.
Μὴ φεύγεις. Μὴ φεύγεις. Τόσο ὑλική, τόσο ἄπιαστη.
Ἕνας πέτρινος ταῦρος πηδάει ἀπ᾿ τὸ ἀέτωμα στὰ ξερὰ χόρτα.
Μιὰ γυμνὴ γυναῖκα ἀνεβαίνει τὴ ξύλινη σκάλα κρατώντας μιὰ λεκάνη μὲ ζεστὸ νερό.
Ὁ ἀτμὸς τῆς κρύβει τὸ πρόσωπο.
Ψηλὰ στὸν ἀέρα ἕνα ἀνιχνευτικὸ ἑλικόπτερο βομβίζει σὲ ἀόριστα σημεῖα.
Φυλάξου. Ἐσένα ζητοῦν. Κρύψου βαθύτερα στὰ χέρια μου.
Τὸ τρίχωμα τῆς κόκκινης κουβέρτας ποὺ μᾶς σκέπει, διαρκῶς μεγαλώνει.
Γίνεται μία ἔγκυος ἀρκούδα 
ἡ κουβέρτα. Κάτω ἀπὸ τὴ κόκκινη ἀρκούδα ἐρωτευόμαστε ἀπέραντα,
πέρα ἀπ᾿ τὸ χρόνο κι ἀπ᾿ τὸ θάνατο πέρα, σὲ μιὰ μοναχικὴ παγκόσμιαν ἕνωση.
Τί ὄμορφη ποὺ εἶσαι. 
Ἡ ὀμορφιά σου μὲ τρομάζει.
Καὶ σὲ πεινάω. Καὶ σὲ διψάω.
Καὶ σοῦ δέομαι: Κρύψου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου